- υπονοθευτής
- ὁ, Α [ὑπονοθεύω]1. αυτός που εξαπατά κάποιον2. (ιδίως σχετικά με γυναίκες) διαφθορέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπονοθευτάς — ὑπονοθευτά̱ς , ὑπονοθευτής seducer masc acc pl ὑπονοθευτά̱ς , ὑπονοθευτής seducer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)